βρόχιον

βρόχιον
βρόχιον, τό,
A pot,

μέλανος POxy.326

(i A. D.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • βρόχιον — pot neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βρόχια — βρόχιον pot neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βρόχι — το (Μ βρόχιον και βρόχιν) [βρόχος] 1. μικρός βρόχος, θηλιά 2. θηλιά από τρίχες αλογοουράς, με την οποία συλλαμβάνονται από τον λαιμό πουλιά ή μικρά τετράποδα ζώα νεοελλ. πληθ. βρόχια, τα 1. τεχνάσματα, πλεκτάνες 2. θέλγητρα …   Dictionary of Greek

  • οϊστοβρόχιον — ὀϊστοβρόχιον, τὸ (Μ) καταιγισμός βελών («βούλεται λέγειν ὑποκοριστικῶς ὀϊστοβρόχιον τὴν τοιαύτην χύσιν τών ὀϊστῶν», Ευστ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀϊστός «βέλος» + βρόχιον (< βροχή)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”